σωσικόσμιος

σωσικόσμιος
-ον, ΜΑ [σωσίκοσμος]
μσν.
ο σωσίκοσμος*
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ο σωσικόσμιος
μέλος φυλής που ίδρυσε στην Αλεξάνδρεια ο Νέρων ως «σωτήρας τού κόσμου».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”